- δυσφήμει
- δυσφημέωuse ill wordspres imperat act 2nd sg (attic epic)δυσφημέωuse ill wordsimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσφημεῖ — δυσφημέω use ill words pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δυσφημέω use ill words pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
αναγορειάρης — ο [αναγορειά] αυτός που κακολογεί, δυσφημεί, συκοφαντεί … Dictionary of Greek
λεσχώδης — λεσχώδης, ῶδες (Α) [λέσχη] αυτός που προκαλεί σκάνδαλα με τα λόγια του, που δυσφημεί, που κακολογεί … Dictionary of Greek
σουρευτής — ο, Ν [σουρεύω] αυτός που κακολογεί, που δυσφημεί κάποιον … Dictionary of Greek
σουσουριάρης — ο, θηλ. σουσουριάρα, Ν αυτός που τού αρέσει να δυσφημεί τους άλλους, να δημιουργεί σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούσουρο «θόρυβος, δυσφήμιση» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σκανδαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek